3,274,917
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνοίκιος:''' -ον ([[οἶκος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατοικεί στο [[σπίτι]], [[κατοικίδιος]], [[οικόσιτος]], ἐν. [[ὄρνις]], ο [[πετεινός]] του κοτετσιού, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. <i>ἐνοίκιον</i>, <i>τό</i>, το [[ενοίκιο]] σπιτιού, σε Δημ., Ανθ. | |lsmtext='''ἐνοίκιος:''' -ον ([[οἶκος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατοικεί στο [[σπίτι]], [[κατοικίδιος]], [[οικόσιτος]], ἐν. [[ὄρνις]], ο [[πετεινός]] του κοτετσιού, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. <i>ἐνοίκιον</i>, <i>τό</i>, το [[ενοίκιο]] σπιτιού, σε Δημ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνοίκιος:''' домашний ([[ὄρνις]] Aesch.). | |||
}} | }} |