Anonymous

ναύφθορος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναύφθορος:''' -ον ([[φθείρω]]), ναυαγισμένος· [[ναύφθορος]] [[στολή]], <i>πέπλοι</i>, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.
|lsmtext='''ναύφθορος:''' -ον ([[φθείρω]]), ναυαγισμένος· [[ναύφθορος]] [[στολή]], <i>πέπλοι</i>, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναύφθορος:''' пострадавший от кораблекрушения ([[στολή]] Eur.): ναύφθοροι πέπλοι Eur. лохмотья потерпевших кораблекрушение.
}}
}}