Anonymous

κατακαυχάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακαυχάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[καυχιέμαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[υπερηφανεύομαι]], <i>τινος</i> ή κατά τινος, σε Καινή Διαθήκη· δεν έχω φόβο για..., δεν [[φοβάμαι]], <i>τινος</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''κατακαυχάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[καυχιέμαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[υπερηφανεύομαι]], <i>τινος</i> ή κατά τινος, σε Καινή Διαθήκη· δεν έχω φόβο για..., δεν [[φοβάμαι]], <i>τινος</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακαυχάομαι:''' <b class="num">1)</b> хвастаться, кичиться (τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> быть выше, превосходить (κατακαυχᾶται [[ἔλεος]] κρίσεως NT).
}}
}}