Anonymous

ἔνος: Difference between revisions

From LSJ
147 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνος:''' -η, -ον, [[μεθαυριανός]], Λατ. [[perendie]], μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλ., γεν. <i>ἔνης</i>, Επικ. <i>ἔννηφι</i> (ενν. <i>ἡμέρας</i>), σε Ησίοδ.· Δωρ. [[ἔνας]], σε Θεόκρ.· <i>εἰς ἔνην</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[ἔνος]]:</b> ὁ, = το Λατ. [[annus]], [[χρόνος]], [[έτος]], απ' όπου [[ἐνιαυτός]], πρβλ. ἄφ-ενος, Λατ. bi-ennis, κ.λπ.
|lsmtext='''ἔνος:''' -η, -ον, [[μεθαυριανός]], Λατ. [[perendie]], μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλ., γεν. <i>ἔνης</i>, Επικ. <i>ἔννηφι</i> (ενν. <i>ἡμέρας</i>), σε Ησίοδ.· Δωρ. [[ἔνας]], σε Θεόκρ.· <i>εἰς ἔνην</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[ἔνος]]:</b> ὁ, = το Λατ. [[annus]], [[χρόνος]], [[έτος]], απ' όπου [[ἐνιαυτός]], πρβλ. ἄφ-ενος, Λατ. bi-ennis, κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνος:''' и [[ἕνος]] 3 прошлогодний (ἀρχαί Dem.). - см. тж. [[ἔνη]] или [[ἕνη]].
}}
}}