3,253,652
edits
(17) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[θωρακίτης]], ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναύτης]] ή [[δίοπος]] της ειδικότητας τών αρμενιστών, [[ειδικός]] στο να χειρίζεται τα [[άρμενα]], ο [[οποίος]] ανέβαινε [[κατά]] τους χειρισμούς στα θωράκια, [[αρμενιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος μόνο με θώρακα, [[θωρακοφόρος]]<br /><b>2.</b> (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)<br /><i>θωρακῑτις</i><br />αυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῑτις [[ζώνη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]]. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>gabier</i>) και μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγων Ναυτικόν</i>]. | |mltxt=ο (Α [[θωρακίτης]], ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναύτης]] ή [[δίοπος]] της ειδικότητας τών αρμενιστών, [[ειδικός]] στο να χειρίζεται τα [[άρμενα]], ο [[οποίος]] ανέβαινε [[κατά]] τους χειρισμούς στα θωράκια, [[αρμενιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος μόνο με θώρακα, [[θωρακοφόρος]]<br /><b>2.</b> (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)<br /><i>θωρακῑτις</i><br />αυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῑτις [[ζώνη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]]. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>gabier</i>) και μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγων Ναυτικόν</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θωρᾱκίτης:''' ου (ῑ) ὁ воин в броне Polyb. | |||
}} | }} |