Anonymous

φευκτέον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φευκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φεύγω]], αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''φευκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φεύγω]], αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φευκτέον:''' adj. verb. к [[φεύγω]].
}}
}}