Anonymous

ἐκθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκθρῴσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἐξέθορον]]· [[πηδώ]] έξω από, με γεν., <i>ἔκθορε δίφρου</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κραδίη]] δέ μοι [[ἔξω]] στηθέων ἐκθρῴσκει, λέγεται για τον έντονο χτύπο της καρδιάς, στο ίδ.· [[σπανίως]] με αιτ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐκθρῴσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἐξέθορον]]· [[πηδώ]] έξω από, με γεν., <i>ἔκθορε δίφρου</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κραδίη]] δέ μοι [[ἔξω]] στηθέων ἐκθρῴσκει, λέγεται για τον έντονο χτύπο της καρδιάς, στο ίδ.· [[σπανίως]] με αιτ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκθρῴσκω:''' (fut. ἐκθοροῦμαι, aor. 2 [[ἐξέθορον]])<br /><b class="num">1)</b> выпрыгивать, выскакивать ([[ἔξω]] τινός Hom. и τινός Hom., Aesch., редко τι Anth.): [[ἐκθορεῖν]] πρὸ [[φόωσδε]] HH - in tmesi родиться на свет; ἀπὸ τοῦ ὕπνου [[ἐκθορεῖν]] Luc. пробудиться от сна;<br /><b class="num">2)</b> устремляться, бросаться: [[ἀντίος]] ἐξέθορε Hom. он бросился навстречу: χθονὸς [[ἐκθορεῖν]] Soph. бежать прочь из страны.
}}
}}