Anonymous

ἕαται: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕᾰται:''' [[ἕατο]], Ιων. αντί [[ἧνται]], <i>ἧντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
|lsmtext='''ἕᾰται:''' [[ἕατο]], Ιων. αντί [[ἧνται]], <i>ἧντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕᾰται:''' и [[εἵαται]] (= [[ἧνται]]) эп. 3 л. pl. praes. к [[ἧμαι]].
}}
}}