Anonymous

εὐάρεστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐάρεστος:''' -ον ([[ἀρέσκω]]), [[ευχάριστος]], [[ικανοποιητικός]], [[τερπνός]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ., <i>εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι</i>, [[γίνομαι]] περισσότερο [[ευχάριστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐάρεστος:''' -ον ([[ἀρέσκω]]), [[ευχάριστος]], [[ικανοποιητικός]], [[τερπνός]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ., <i>εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι</i>, [[γίνομαι]] περισσότερο [[ευχάριστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάρεστος:''' нравящийся, приятный, угодный (τινι NT).
}}
}}