Anonymous

ἐξαναιρέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαναιρέω:''' [[βγάζω]] έξω από, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.· Μέσ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξαναιρέω:''' [[βγάζω]] έξω από, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.· Μέσ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαναιρέω:''' (aor. 2 ἐξανεῖλον) вынимать, извлекать (τινα [[πυρός]] HH; med. τινα [[γῆθεν]] Eur.).
}}
}}