Anonymous

οἶκος: Difference between revisions

From LSJ
1,370 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἶκος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής, [[κατοικία]], [[οικία]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· αιτ. οἶκον = [[οἶκονδε]], [[οἴκαδε]], προς το [[σπίτι]], προς την [[πατρίδα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατ' οἴκους</i>, στο [[σπίτι]], μέσα στο [[σπίτι]], σε Ηρόδ.· <i>κατ' οἶκον</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐπ' οἴκου ἀποχωρεῖν</i>, [[επιστρέφω]] στην [[πατρίδα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἀπ'οἴκου</i>, [[μακριά]] απ' την [[πατρίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] ενός σπιτιού, [[δωμάτιο]], [[δώμα]], σε Ομήρ. Οδ.· πληθ. [[οἶκοι]], λέγεται για ένα μόνο [[σπίτι]], [[μονοκατοικία]], Λατ. [[aedes]], lecta, στο ίδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατοικία]] ενός θεού, [[ναός]], [[ιερό]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπιτικό, οικιακά [[αγαθά]], [[περιουσία]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> σπιτικό, [[νοικοκυριό]], [[οικογένεια]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
|lsmtext='''οἶκος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής, [[κατοικία]], [[οικία]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· αιτ. οἶκον = [[οἶκονδε]], [[οἴκαδε]], προς το [[σπίτι]], προς την [[πατρίδα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατ' οἴκους</i>, στο [[σπίτι]], μέσα στο [[σπίτι]], σε Ηρόδ.· <i>κατ' οἶκον</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐπ' οἴκου ἀποχωρεῖν</i>, [[επιστρέφω]] στην [[πατρίδα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἀπ'οἴκου</i>, [[μακριά]] απ' την [[πατρίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] ενός σπιτιού, [[δωμάτιο]], [[δώμα]], σε Ομήρ. Οδ.· πληθ. [[οἶκοι]], λέγεται για ένα μόνο [[σπίτι]], [[μονοκατοικία]], Λατ. [[aedes]], lecta, στο ίδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατοικία]] ενός θεού, [[ναός]], [[ιερό]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπιτικό, οικιακά [[αγαθά]], [[περιουσία]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> σπιτικό, [[νοικοκυριό]], [[οικογένεια]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἶκος:''' ὁ<b class="num">1)</b> обиталище, жилище, помещение, жилье (Πηλείδης δ᾽ οἴκοιο [[ἆλτο]] [[θύραζε]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. дом: κατ᾽ οἴκους Her. и κατ᾽ οἶκον (ἐν δόμοις) Soph. у себя дома; αἱ κατ᾽ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. домашние неприятности; ἐς и πρὸς οἶκον Aesch. домой, на родину; ἀπ᾽ οἴκου εἶναι Thuc. быть далеко от дома (на чужбине); ἐπ᾽ οἴκου ἀποχωρεῖν Thuc. возвращаться домой;<br /><b class="num">3)</b> комната, покой: ἀμφιπόλων οἶ. Hom. комната служанок, девичья;<br /><b class="num">4)</b> дворец ([[βασίλειος]] οἶ. Arst.);<br /><b class="num">5)</b> (тж. οἶ. τοῦ θεοῦ и οἶ. προσευχῆς NT) храм (οἱ [[οἶκοι]] καὶ τὰ ἀγάλματα [[θεῶν]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> имущество, состояние (οἶ. καὶ [[κλῆρος]] Hom.; οἶ. καὶ κτήματα Her.);<br /><b class="num">7)</b> тж. pl. семья, род, дом (Ἀγαμεμνόνιοι Aesch.; Λαβδακιδᾶν Soph.).
}}
}}