Anonymous

παραδράω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδράω:''' Επικ. γʹ πληθ. [[παραδρώωσι]], [[απλώνω]] το [[χέρι]], [[υπηρετώ]] κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''παραδράω:''' Επικ. γʹ πληθ. [[παραδρώωσι]], [[απλώνω]] το [[χέρι]], [[υπηρετώ]] κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδράω:''' работать (на кого-л.), прислуживать (τινι Hom.).
}}
}}