Anonymous

εὐνοέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐνοέω:''' μέλ <i>-ήσω</i> ([[εὔνοος]]), [[διάκειμαι]] φιλικά, έχω ευνοϊκή [[προδιάθεση]] προς κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''εὐνοέω:''' μέλ <i>-ήσω</i> ([[εὔνοος]]), [[διάκειμαι]] φιλικά, έχω ευνοϊκή [[προδιάθεση]] προς κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνοέω:''' быть благосклонным, быть хорошо расположенным, благоволить (τινι Her., Soph. etc.; πρός τινα Arst.).
}}
}}