Anonymous

κατάπονος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάπονος:''' -ον, κουρασμένος, [[κατάκοπος]], εξουθενωμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατάπονος:''' -ον, κουρασμένος, [[κατάκοπος]], εξουθενωμένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπονος:''' ослабленный, изнуренный, надломленный (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ [[ἀλλήλων]] Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.
}}
}}