Anonymous

ἐπικληρόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικληρόω:''' Δωρ. -κλᾱρόω, μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απονέμω]] [[κάτι]] σε κάποιον με κλήρο, <i>τί τινι</i>, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπικληρόω:''' Δωρ. -κλᾱρόω, μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απονέμω]] [[κάτι]] σε κάποιον με κλήρο, <i>τί τινι</i>, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικληρόω:''' назначать или присуждать согласно жребию (τινι Plat., Dem., Arst.).
}}
}}