Anonymous

κατασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασχημᾰτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλάθω]] ή [[ντύνω]] με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατασχημᾰτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλάθω]] ή [[ντύνω]] με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασχηματίζω:''' <b class="num">1)</b> одевать, наряжать: (τὸ [[σχῆμα]]), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул);<br /><b class="num">2)</b> образовывать, воспитывать (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut.).
}}
}}