σύντεχνος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύντεχνος:''' ὁ, ἡ ([[τέχνη]]), αυτός που εξασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με κάποιον άλλον, [[ομότεχνος]] κάποιου· με γεν., [[σύντροφος]] ή [[συνεργάτης]] κάποιου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σύντεχνος:''' ὁ, ἡ ([[τέχνη]]), αυτός που εξασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με κάποιον άλλον, [[ομότεχνος]] κάποιου· με γεν., [[σύντροφος]] ή [[συνεργάτης]] κάποιου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύντεχνος:''' ὁ и ἡ товарищ по мастерству Arph., Plat.
}}
}}