3,244,152
edits
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατανόημα]], τὸ (Α) [[κατανοώ]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρεση]] («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[κατανόημα]], τὸ (Α) [[κατανοώ]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρεση]] («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατανόημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> понимание, знание (τῶν [[θεῶν]], τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.). | |||
}} | }} |