Anonymous

ἰσάκις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἰσάκις]]) [[ίσος]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ίσα, ίσες φορές («[[πολλάκις]] μέν, μὴ [[ἰσάκις]] δέ; ἢ καὶ [[ἰσάκις]] μέν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> σε ίσα μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(λογ.)</b> ο [[τρίτος]] [[τρόπος]] του κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, [[κατά]] τον οποίο η [[μείζων]] και το [[συμπέρασμα]] [[είναι]] [[μερικά]] καταφατικά και η [[ελάσσων]] καθολική καταφατική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ἰσάκις]] πολλαπλάσιός τινος» — ο [[ίδιος]] [[αριθμός]] [[πολλαπλάσιος]] κάποιου<br />β) «[[ἰσάκις]] [[ἴσος]]» — [[αριθμός]] [[ίσος]] που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, [[τετράγωνος]] [[αριθμός]]<br />γ) «[[ἰσάκις]] [[ἴσος]] [[ἰσάκις]]» — [[αριθμός]] [[ίσος]] που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο [[οποίος]] πολλαπλασιάστηκε με ίσον, [[κυβικός]] [[αριθμός]].
|mltxt=(Α [[ἰσάκις]]) [[ίσος]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ίσα, ίσες φορές («[[πολλάκις]] μέν, μὴ [[ἰσάκις]] δέ; ἢ καὶ [[ἰσάκις]] μέν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> σε ίσα μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(λογ.)</b> ο [[τρίτος]] [[τρόπος]] του κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, [[κατά]] τον οποίο η [[μείζων]] και το [[συμπέρασμα]] [[είναι]] [[μερικά]] καταφατικά και η [[ελάσσων]] καθολική καταφατική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ἰσάκις]] πολλαπλάσιός τινος» — ο [[ίδιος]] [[αριθμός]] [[πολλαπλάσιος]] κάποιου<br />β) «[[ἰσάκις]] [[ἴσος]]» — [[αριθμός]] [[ίσος]] που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, [[τετράγωνος]] [[αριθμός]]<br />γ) «[[ἰσάκις]] [[ἴσος]] [[ἰσάκις]]» — [[αριθμός]] [[ίσος]] που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο [[οποίος]] πολλαπλασιάστηκε με ίσον, [[κυβικός]] [[αριθμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσάκις:''' (ᾰ) adv. столько же раз: [[ἴσος]] ἰ. Plat., Arst. Plut. (о числе) взятый (множителем) столько же раз, помноженный на самого себя, т. е. возведенный в квадрат.
}}
}}