Anonymous

εὐδοκιμέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐδοκῐμέω:''' παρατ. <i>ηὐδοκίμουν</i>, αόρ. αʹ <i>ηὐδοκίμησα</i>, παρακ. <i>ηὐδοκίμηκα</i>· η [[αύξηση]] παραλείπεται στην Ιων. ([[εὐδόκιμος]])· έχω [[καλή]] [[φήμη]], τιμώμαι, εκτιμώμαι, είμαι [[ξακουστός]], είμαι [[δημοφιλής]], σε Θέογν., Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>εὐδ. ἔν τινι</i>, διακρίνομαι, [[ξεχωρίζω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐπίτινι</i>, σε Πλάτ.· <i>εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ</i>, έχω [[επιρροή]] σε αυτόν, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐδοκῐμέω:''' παρατ. <i>ηὐδοκίμουν</i>, αόρ. αʹ <i>ηὐδοκίμησα</i>, παρακ. <i>ηὐδοκίμηκα</i>· η [[αύξηση]] παραλείπεται στην Ιων. ([[εὐδόκιμος]])· έχω [[καλή]] [[φήμη]], τιμώμαι, εκτιμώμαι, είμαι [[ξακουστός]], είμαι [[δημοφιλής]], σε Θέογν., Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>εὐδ. ἔν τινι</i>, διακρίνομαι, [[ξεχωρίζω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐπίτινι</i>, σε Πλάτ.· <i>εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ</i>, έχω [[επιρροή]] σε αυτόν, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδοκῐμέω:''' <b class="num">1)</b> пользоваться добрым именем, иметь хорошую славу, быть в почете: εὐ. τινι Xen., ἔν τινι Her., Thuc., Xen., Plut., ἐπί τινι Xen., Plut., ἐπί τινος Dem., περί τι Plat., Plut., ἔκ τινος Plut., [[κατά]] τι Arst., Plut. и ἀπο τινος Anth. славиться чем-л., быть уважаемым за что-л.; εὐ. ἐν τῇ πρὸς Μεγαρέας γενομένῃ στρατηγίῃ Her. прославиться в войне против мегарцев; εὐ. ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἓλλησιν Plat. славиться (своею) мудростью у всех эллинов; εὐ. παρὰ Ξέρξῃ Her. снискать себе уважение Ксеркса;<br /><b class="num">2)</b> (о вещах) высоко цениться, славиться (οἱ εὐδοκιμοῦντες τῶν νόμων Arst.).
}}
}}