Anonymous

συνεξαμαρτάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, έχω [[μερίδιο]] ευθύνης σε κάποιο [[ατόπημα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, [[σφάλλω]] από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''συνεξᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, έχω [[μερίδιο]] ευθύνης σε κάποιο [[ατόπημα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, [[σφάλλω]] από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξᾰμαρτάνω:''' <b class="num">1)</b> вместе заблуждаться, совершать те же ошибки Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> вместе совершать грех, участвовать в преступлении, быть сообщником (τινί Isocr., Dem.): τοῖς ἀσεβήμασί τινος σ. Polyb. быть участником чьих-л. гнусных преступлений.
}}
}}