3,274,831
edits
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πταίω:''' μέλ. <i>πταίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπταισα</i>, παρακ. <i>ἔπταικα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπταίσθην</i><br /><b class="num">I.</b> μτβ., κάνω κάποιον να παραπατήσει ή να πέσει, τινὰ [[πρός]] τινι, σε Πίνδ. — Παθ., <i>τὰ πταισθέντα</i>, αποτυχίες, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[παραπατώ]], [[σκοντάφτω]], [[πέφτω]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[πταίω]] [[πρός]] τινι, [[σκοντάφτω]] σε [[κάτι]], [[πέφτω]] πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Ξεν.· επίσης, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]], για να μην πέσει η [[Ελλάδα]] σε αυτόν, δηλ. για να μην ηττηθεί από αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κάνω ένα [[λάθος]] [[βήμα]], [[αποτυγχάνω]], σε Θουκ., Δημ.· επίσης, <i>ἐλάχιστα</i>, τὰ [[πλείω]] πταίουσιν, σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''πταίω:''' μέλ. <i>πταίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπταισα</i>, παρακ. <i>ἔπταικα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπταίσθην</i><br /><b class="num">I.</b> μτβ., κάνω κάποιον να παραπατήσει ή να πέσει, τινὰ [[πρός]] τινι, σε Πίνδ. — Παθ., <i>τὰ πταισθέντα</i>, αποτυχίες, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[παραπατώ]], [[σκοντάφτω]], [[πέφτω]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[πταίω]] [[πρός]] τινι, [[σκοντάφτω]] σε [[κάτι]], [[πέφτω]] πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Ξεν.· επίσης, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]], για να μην πέσει η [[Ελλάδα]] σε αυτόν, δηλ. για να μην ηττηθεί από αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κάνω ένα [[λάθος]] [[βήμα]], [[αποτυγχάνω]], σε Θουκ., Δημ.· επίσης, <i>ἐλάχιστα</i>, τὰ [[πλείω]] πταίουσιν, σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πταίω:''' (pf. ἔπταικα; pass.: aor. ἐπταίσθην, pf. ἔπταισμαι)<br /><b class="num">1)</b> сталкивать, ударять, опрокидывать (τι [[ποτί]] τινι Pind.);<br /><b class="num">2)</b> наталкиваться, натыкаться, спотыкаться (πρὸς τὰς πέτρας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> терпеть поражение (τῄ μάχῃ или περὶ τὴν μάχην Polyb.): π. περί τινι Her. терпеть поражение от кого-л.; τοῖς ὅλοις ἐπταικότες Polyb. лишившись всего; πταίσας [[τῷδε]] πρὸς κακῷ Aesch. попав в эту беду;<br /><b class="num">4)</b> заплетаться (ἡ [[γλῶττα]] πταίει Arst.);<br /><b class="num">5)</b> делать промах(и), ошибаться (ἔν τινι и τινί Dem., Men., Polyb.; [[πολλά]] NT): ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περί τι Plat. если я не заблуждаюсь и не ошибаюсь в своем рассуждении относительно чего-л.; τὰ πταισθέντα Luc. промахи; ἃ ἐπταίσθη δι᾽ ἑτέρους Plut. допущенные другими ошибки. | |||
}} | }} |