Anonymous

προσέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσέρχομαι:''' παρατ. <i>-ηρχόμην</i>, μέλ. <i>-ελεύσομαι</i> ([[αλλά]] Αττ. παρατ. και μέλ., <i>προσῄειν</i>, [[πρόσειμι]])· αόρ. βʹ <i>-ήλυθον</i>, <i>-ῆλθον</i>, παρακ. [[ἐλήλυθα]]· αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[προσέρχομαι]] Σωκράτει, τον [[επισκέπτομαι]] ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· [[συχνά]] επίσης με πρόθ., [[ἐπί]], <i>εἰς</i>, [[πρός]]· και με επιρρ. [[δεῦρο]], [[πέλας]]· απόλ., [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]] κοντά, είμαι κοντά, είμαι [[πρόχειρος]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[προσέρχομαι]] [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[εισέρχομαι]], παραδίδομαι, [[συνθηκολογώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]] για να μιλήσω, [[προσέρχομαι]] τῷ δήμῳ, σε Δημ.· <i>πρὸς τὸν δῆμον</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">5.</b> σχετίζομαι με κάποιον, [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισέρχομαι]] ως [[έσοδο]], [[υπάρχω]] ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''προσέρχομαι:''' παρατ. <i>-ηρχόμην</i>, μέλ. <i>-ελεύσομαι</i> ([[αλλά]] Αττ. παρατ. και μέλ., <i>προσῄειν</i>, [[πρόσειμι]])· αόρ. βʹ <i>-ήλυθον</i>, <i>-ῆλθον</i>, παρακ. [[ἐλήλυθα]]· αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[προσέρχομαι]] Σωκράτει, τον [[επισκέπτομαι]] ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· [[συχνά]] επίσης με πρόθ., [[ἐπί]], <i>εἰς</i>, [[πρός]]· και με επιρρ. [[δεῦρο]], [[πέλας]]· απόλ., [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]] κοντά, είμαι κοντά, είμαι [[πρόχειρος]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[προσέρχομαι]] [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[εισέρχομαι]], παραδίδομαι, [[συνθηκολογώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]] για να μιλήσω, [[προσέρχομαι]] τῷ δήμῳ, σε Δημ.· <i>πρὸς τὸν δῆμον</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">5.</b> σχετίζομαι με κάποιον, [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισέρχομαι]] ως [[έσοδο]], [[υπάρχω]] ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσέρχομαι:''' (impf. προσερχόμην, fut. [[προσελεύσομαι]], aor. προσῆλθον, pf. [[προσελήλυθα]]; в атт. обычно impf. προσῄειν, fut. [[πρόσειμι]])<br /><b class="num">1)</b> приходить, подходить (к кому-л.), приближаться (τινι Xen. etc. и πρός τινα Dem. etc.; δόμοις Aesch. и [[δῶμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> обращаться (к кому-л.), выступать (с речью) (τῷ δήμῳ, εἰς τὸν δῆμον Dem. и πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> приступать, посвящать себя (πρὸς τὴν πόλιν Dem., τῇ πολιτείᾳ Plut.): μοναρχίᾳ π. Plut. стать монархом;<br /><b class="num">4)</b> устремляться, нападать (πρὸς τοὺς ἱππέας Xen.);<br /><b class="num">5)</b> присоединяться, примыкать (τινι Thuc.; τοῖς λόγοις τινός NT): προσελθόντος ποσοῦ Arst. с количественным приростом;<br /><b class="num">6)</b> (о доходах) поступать: οὐχ ἱκανὰ ἦν ἃ προσῆλθε τῇ πόλει Lys. доходы государства были недостаточны;<br /><b class="num">7)</b> вступать в связь (γυναικί Xen.). - см. тж. [[πρόσειμι]] II.
}}
}}