Anonymous

δυσκατάσβεστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάσβεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα σβήνεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εξαλείφεται.
|mltxt=[[δυσκατάσβεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα σβήνεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εξαλείφεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάσβεστος:''' <b class="num">1)</b> с трудом гасимый: [[δύναμις]] δ. Diod. неугасимость;<br /><b class="num">2)</b> с трудом уничтожаемый, неизгладимый (τὸ [[λείψανον]] Plut.).
}}
}}