Anonymous

καλίκιοι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλίκιοι]], οἱ (Α)<br />υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calcei</i> (πληθ. του <i>calceus</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>calx</i> «[[φτέρνα]]»].
|mltxt=[[καλίκιοι]], οἱ (Α)<br />υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calcei</i> (πληθ. του <i>calceus</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>calx</i> «[[φτέρνα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''καλίκιοι:''' οἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb.
}}
}}