3,277,759
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χιονοθρέμμων:''' 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.). | |||
}} | }} |