Anonymous

χιονοθρέμμων: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χιονοθρέμμων:''' 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).
}}
}}