Anonymous

λαμπτήρ: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[λάμπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[βάση]] ή [[σχάρα]] πάνω στην οποία τοποθετούνταν τεμάχια πεύκου ή άλλου ξύλου για το φωτισμό των δωματίων, σε Ομήρ. Οδ.· ὦ [[χαῖρε]], <i>λαμπτὴρ νυκτός</i>, εσύ που φωτίζεις τη [[νύχτα]], λέγεται για τον πυρσό, σε Αισχύλ.· <i>ἕσπεροι λαμπτῆρες</i>, νυχτερινά [[δαυλιά]] των φυλάκων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, = [[λαμπάς]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''λαμπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[λάμπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[βάση]] ή [[σχάρα]] πάνω στην οποία τοποθετούνταν τεμάχια πεύκου ή άλλου ξύλου για το φωτισμό των δωματίων, σε Ομήρ. Οδ.· ὦ [[χαῖρε]], <i>λαμπτὴρ νυκτός</i>, εσύ που φωτίζεις τη [[νύχτα]], λέγεται για τον πυρσό, σε Αισχύλ.· <i>ἕσπεροι λαμπτῆρες</i>, νυχτερινά [[δαυλιά]] των φυλάκων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, = [[λαμπάς]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> светец (подставка для смолистых лучин), светильник Hom.;<br /><b class="num">2)</b> факел Aesch. etc.;<br /><b class="num">3)</b> светоч, светило: ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. вечерние светочи, т. е. звезды;<br /><b class="num">4)</b> сияние, луч (ἡλίου λαμπτῆρες Eur.);<br /><b class="num">5)</b> лампа, фонарь Eur., Xen., Arst. etc.
}}
}}