Anonymous

ἑρμίς: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑρμίς:''' ή -ίν, -ῖνος, ὁ, δοτ. πληθ. <i>ἑρμῖσι</i>, [[πόδι]] κρεβατιού, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἑρμίς:''' ή -ίν, -ῖνος, ὁ, δοτ. πληθ. <i>ἑρμῖσι</i>, [[πόδι]] κρεβατιού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμίς:''' ῖνος ὁ (только acc. sing. ἑρμῖνα и dat. pl. ἑρμῖσι) подпорка (ножка) кровати Hom.
}}
}}