Anonymous

ὑστερόπους: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑστερόπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-πουν</i>, αυτός που έρχεται [[αργά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑστερόπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-πουν</i>, αυτός που έρχεται [[αργά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑστερόπους:''' 2, gen. ποδος<br /><b class="num">1)</b> медлительный, неторопливый ([[Νέμεσις]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> запаздывающий: [[μῶν]] ὑ. βοηθῶ; Arph. неужели я опоздал с помощью?
}}
}}