Anonymous

ἐπώδυνος: Difference between revisions

From LSJ
2
(14)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπώδυνος]], -ον)<br />[[οδυνηρός]], [[γεμάτος]] [[οδύνη]] («ἐπώδυνα τραύματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπώδυνα</i><br />οδύνες, θλίψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπώδῠνος:''' <b class="num">1)</b> болезненный, мучительный (τραύματα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> вызванный страданием (δάκρυα Plut.).
}}
}}