Anonymous

πολύεδρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολυεδρικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πολύεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολυεδρικός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύεδρος:''' имеющий много сидений (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
}}
}}