Anonymous

κατακυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακῠλίνδω:''' ή -[[κυλίω]], μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ <i>-εκυλίσθην</i>· [[κυλώ]] προς τα [[κάτω]] — Παθ., κυλιέμαι προς τα [[κάτω]] ή ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''κατακῠλίνδω:''' ή -[[κυλίω]], μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ <i>-εκυλίσθην</i>· [[κυλώ]] προς τα [[κάτω]] — Παθ., κυλιέμαι προς τα [[κάτω]] ή ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακῠλίνδω:''' Her., Xen. = [[κατακυλίω]].
}}
}}