Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηχανικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμάτος]] από εναλλακτικά σχέδια, ευρηματικός, [[ιδιοφυής]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ικανός]] να προμηθεύει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> γι' αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές, [[μηχανικός]], σε Αριστ.· ὁ [[μηχανικός]], [[εφευρέτης]] μηχανών, [[μηχανικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μηχᾰνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμάτος]] από εναλλακτικά σχέδια, ευρηματικός, [[ιδιοφυής]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ικανός]] να προμηθεύει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> γι' αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές, [[μηχανικός]], σε Αριστ.· ὁ [[μηχανικός]], [[εφευρέτης]] μηχανών, [[μηχανικός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνικός:''' <b class="num">1)</b> остроумный, изобретательный Xen.;<br /><b class="num">2)</b> ловкий, искусный Xen.;<br /><b class="num">3)</b> механический, машинный (ὄργανα Diod.): τὰ Μηχανικά «Трактат о сооружении машин» (приписывавшийся прежде Аристотелю).<br /><b class="num">II</b> ὁ механик, инженер Plut.
}}
}}