Anonymous

παλμός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[παλμός]]) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> παλινδρομική [[τρομώδης]] [[κίνηση]] μικρής διάρκειας και μικρού [[εύρους]], [[τρέμουλο]] («παλμοί χορδής»)<br /><b>2.</b> ρυθμική [[συστολή]] και [[διαστολή]] της καρδιάς, που εξασφαλίζει την [[κυκλοφορία]] του αίματος, [[χτύπος]], [[σφυγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η απότομη και για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μεταβολή]] ενός φυσικού μεγέθους το οποίο, σε κανονικές συνθήκες, παραμένει σταθερό<br /><b>2.</b> <b>(αθλ.)</b> α) το [[σύνολο]] τών κινήσεων που εκτελεί [[ένας]] [[αθλητής]] [[κατά]] τη [[ρίψη]] σφαίρας ή ακοντίου<br />β) το [[σύνολο]] τών κινήσεων που εκτελεί [[ένας]] [[άλτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[φυσικά]] φαινόμενα) [[κραδασμός]], γρήγορη [[κίνηση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[βολή]]) η [[ορμή]]<br /><b>4.</b> (στον Επίκουρο) η εσωτερική [[δόνηση]] τών σωμάτων.
|mltxt=ο (ΑΜ [[παλμός]]) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> παλινδρομική [[τρομώδης]] [[κίνηση]] μικρής διάρκειας και μικρού [[εύρους]], [[τρέμουλο]] («παλμοί χορδής»)<br /><b>2.</b> ρυθμική [[συστολή]] και [[διαστολή]] της καρδιάς, που εξασφαλίζει την [[κυκλοφορία]] του αίματος, [[χτύπος]], [[σφυγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η απότομη και για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μεταβολή]] ενός φυσικού μεγέθους το οποίο, σε κανονικές συνθήκες, παραμένει σταθερό<br /><b>2.</b> <b>(αθλ.)</b> α) το [[σύνολο]] τών κινήσεων που εκτελεί [[ένας]] [[αθλητής]] [[κατά]] τη [[ρίψη]] σφαίρας ή ακοντίου<br />β) το [[σύνολο]] τών κινήσεων που εκτελεί [[ένας]] [[άλτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[φυσικά]] φαινόμενα) [[κραδασμός]], γρήγορη [[κίνηση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[βολή]]) η [[ορμή]]<br /><b>4.</b> (στον Επίκουρο) η εσωτερική [[δόνηση]] τών σωμάτων.
}}
{{elru
|elrutext='''παλμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> дрожание, колебание (Diod.; [[κίνησις]] παλμοὺς ἔχουσα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мед. дрожательная судорога (ἡ [[νόσος]] ἡ καλουμένη π. Arst.);<br /><b class="num">3)</b> быстрое движение, мелькание: παλάμης π. Anth. рукоплескания.
}}
}}