Anonymous

εὐκαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφιερώνω]] τον καιρό μου σε [[κάτι]], <i>εἴς τι</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''εὐκαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφιερώνω]] τον καιρό μου σε [[κάτι]], <i>εἴς τι</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκαιρέω:''' <b class="num">1)</b> располагать свободным временем, иметь досуг Polyb., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> наслаждаться счастьем, жить в довольстве, благоденствовать Polyb.
}}
}}