Anonymous

ἀβασάνιστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβᾰσάνιστος:''' <b class="num">1)</b> неисследованный, неиспытанный (ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не подвергаемый пыткам, т. е. неприкосновенный (τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἱερέως Plut.).
}}
}}