3,274,821
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβᾰσάνιστος:''' <b class="num">1)</b> неисследованный, неиспытанный (ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не подвергаемый пыткам, т. е. неприкосновенный (τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἱερέως Plut.). | |||
}} | }} |