Anonymous

ἀρίζηλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρίζηλος:''' -ον και -η, -ον, Επικ. αντί [[ἀρίδηλος]] (βλ. Ζ,ζ II), [[φανερός]], [[πολύ]] [[εμφανής]], [[εναργής]], λέγεται για άστρα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[φωνή]], στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[έξοχος]], [[διαπρεπής]], στο ίδ.· επίρρ. [[ἀριζήλως]] εἰρημένα, τα ειπωμένα με [[σαφήνεια]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀρίζηλος:''' -ον και -η, -ον, Επικ. αντί [[ἀρίδηλος]] (βλ. Ζ,ζ II), [[φανερός]], [[πολύ]] [[εμφανής]], [[εναργής]], λέγεται για άστρα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[φωνή]], στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[έξοχος]], [[διαπρεπής]], στο ίδ.· επίρρ. [[ἀριζήλως]] εἰρημένα, τα ειπωμένα με [[σαφήνεια]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρίζηλος:''' дор. [[ἀρίζαλος|ἀρίζᾱλος]] 2 и 3<br /><b class="num">1)</b> очень яркий (αὐγαί Hom.; [[ἀστήρ]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> весьма ясный, зычный ([[φωνή]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> достославный (ἀμφὶς ἀ. Hom.; ἀρίζηλον μινύθειν Hes.; [[Βερενίκα]] Theocr.).
}}
}}