Anonymous

προσεξερείδομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεξερείδομαι:''' Παθ., [[υποστηρίζω]] κάποιον με, ταῖς [[χερσί]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''προσεξερείδομαι:''' Παθ., [[υποστηρίζω]] κάποιον με, ταῖς [[χερσί]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεξερείδομαι:''' опираться, упираться (ταῖς [[χερσί]] Polyb.).
}}
}}