Anonymous

συγκατάθεσις: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατάθεσις:''' ἡ ([[συγκατατίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]], [[συγκατάθεση]], [[συναίνεση]], [[αποδοχή]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[υποταγή]], [[αποδοχή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγκατάθεσις:''' ἡ ([[συγκατατίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]], [[συγκατάθεση]], [[συναίνεση]], [[αποδοχή]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[υποταγή]], [[αποδοχή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατάθεσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> согласие, одобрение ([[ἔπαινος]] καὶ σ. Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> подчинение, уступка ([[ὕφεσις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> совместное существование (τίς σ. ναῷ θεοῦ [[μετὰ]] εἰδώλων; NT);<br /><b class="num">4)</b> филос. (у стоиков) логическое приятие, признание, утверждение Plut.: ἡ πρὸς μηδέτερον σ. Sext. неприятие ни одного из обоих суждений.
}}
}}