ἀβάστακτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δεν μεταφέρεται, που δεν αντέχεται, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δεν μεταφέρεται, που δεν αντέχεται, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβάστακτος:''' невыносимый, непосильный ([[φορτίον]] Plut.).
}}
}}