Anonymous

πηρόδετος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηρόδετος:''' -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.
|lsmtext='''πηρόδετος:''' -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πηρόδετος:''' служащий для подвязывания или перевязывания сумы ([[ἱμάς]] Anth.).
}}
}}