Anonymous

ἀποθεόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθεόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>· [[αναγορεύω]] κάποιον θεό, [[θεοποιώ]] — Παθ. μτχ. Επικ. αορ. αʹ <i>ἀποθειωθείς</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποθεόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>· [[αναγορεύω]] κάποιον θεό, [[θεοποιώ]] — Παθ. μτχ. Επικ. αορ. αʹ <i>ἀποθειωθείς</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθεόω:''' обожествлять, боготворить (τινα Polyb., Diod.; τὴν μνήμην τινὸς ταῖς τιμαῖς Plut.).
}}
}}