Anonymous

μοιμυάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_14)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιμυάω''': μοιμύλλω, ἴδε [[μυάω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».
|lstext='''μοιμυάω''': μοιμύλλω, ἴδε [[μυάω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».
}}
{{elru
|elrutext='''μοιμυάω:''' Arph. v. l. = [[μυάω]].
}}
}}