Anonymous

σπαραγμός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπᾰραγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόσχιση]], κατασπάραγμα, βίαιη [[απόσπαση]], [[κομμάτιασμα]], [[ξέσκισμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπασμωδικό [[τίναγμα]], [[σπασμός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''σπᾰραγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόσχιση]], κατασπάραγμα, βίαιη [[απόσπαση]], [[κομμάτιασμα]], [[ξέσκισμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπασμωδικό [[τίναγμα]], [[σπασμός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾰραγμός:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);<br /><b class="num">2)</b> судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc.
}}
}}