3,270,726
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίκειμαι:''' απαρ. <i>-κεῖσθαι</i>, μέλ. <i>-κείσομαι</i>· χρησιμ. ως Παθ. του <i>παρακατατιθημι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι [[ολόγυρα]], με δοτ., <i>εὗρεδὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱὸν</i>, βρήκε το γιο της ξαπλωμένο έχοντας τα χέρια του γύρω από τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο</i>, υπήρχε [[θήκη]] γύρω από το [[τόξο]], σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., είμαι ξαπλωμένος ή [[κείμαι]] [[ολόγυρα]], σε Ησίοδ.· <i>τὰ περικείμενα χρυσία</i>, φύλλα χρυσού τοποθετημένα από πάνω (σε [[άγαλμα]] από ελεφαντοστό), σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οὐδέ]] τί μοι περίκειται, δεν υπάρχει [[ωφέλεια]] για μένα, δεν υπάρχει [[τίποτα]] για μένα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., έχω ολόγυρά μου, φορώ, [[κυρίως]] στη μτχ. <i>περικείμενοι</i> (<i>τελαμῶνας</i>) <i>περὶ τοῖσι αὐχέσι</i>, σε Ηρόδ.· [[περίκειμαι]] δύναμιν, [[προικισμένος]] με [[δύναμη]], σε Πλούτ.· [[περίκειμαι]] ἅλυσιν, με [[αλυσίδα]] ολόγυρά μου, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''περίκειμαι:''' απαρ. <i>-κεῖσθαι</i>, μέλ. <i>-κείσομαι</i>· χρησιμ. ως Παθ. του <i>παρακατατιθημι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> βρίσκομαι [[ολόγυρα]], με δοτ., <i>εὗρεδὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱὸν</i>, βρήκε το γιο της ξαπλωμένο έχοντας τα χέρια του γύρω από τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο</i>, υπήρχε [[θήκη]] γύρω από το [[τόξο]], σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., είμαι ξαπλωμένος ή [[κείμαι]] [[ολόγυρα]], σε Ησίοδ.· <i>τὰ περικείμενα χρυσία</i>, φύλλα χρυσού τοποθετημένα από πάνω (σε [[άγαλμα]] από ελεφαντοστό), σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οὐδέ]] τί μοι περίκειται, δεν υπάρχει [[ωφέλεια]] για μένα, δεν υπάρχει [[τίποτα]] για μένα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., έχω ολόγυρά μου, φορώ, [[κυρίως]] στη μτχ. <i>περικείμενοι</i> (<i>τελαμῶνας</i>) <i>περὶ τοῖσι αὐχέσι</i>, σε Ηρόδ.· [[περίκειμαι]] δύναμιν, [[προικισμένος]] με [[δύναμη]], σε Πλούτ.· [[περίκειμαι]] ἅλυσιν, με [[αλυσίδα]] ολόγυρά μου, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίκειμαι:''' <b class="num">1)</b> лежать вокруг, обволакивать, быть распростертым: Πατρόκλῳ περικείμενος Hom. распростертый над трупом Патрокла (Ахилл); γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο Hom. лук находился в чехле (досл. чехол был обернут вокруг лука); τὰ [[τῇς]] θεοῦ περικείμενα χρυσία Thuc. золотые украшения, которыми была обвешена статуя богини; τὸ [[βιβλίον]] ἐπὶ τῇ σκυτάλῃ περικείμενον Plut. свиток, обвитый вокруг скиталы;<br /><b class="num">2)</b> иметь вокруг себя или на себе, носить (τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι Her.; [[προσωπεῖον]] Luc.; στεφάνους Plut.; ἅλυσιν NT): περικείμενος ὕβριν Theocr. полный дерзновения; περικείμενος τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν Plut. стягивающий вокруг себя вооруженные силы;<br /><b class="num">3)</b> быть в избытке, оставаться: οὔ τί μοι περίκειται Her. ничего мне не остается, т. е. нет мне никакой выгоды. | |||
}} | }} |