Anonymous

πλήττω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(33)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πλήσσω]] ΝΜΑ<br />[[καταφέρω]] [[πλήγμα]], [[χτυπώ]] κάποιον με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι από [[ανία]], [[αισθάνομαι]] [[πλήξη]], [[βαριέμαι]]<br /><b>3.</b> στενοχωριέμαι, [[μελαγχολώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πληγώνω]] ψυχικώς («τὸν έπληξε [[μεγάλη]] [[συμφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]], [[προσβάλλω]] με κεραυνό<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] («κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων» — [[σκόνη]] σήκωναν στον αέρα τα πόδια τών αλόγων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[νόμισμα]]) [[χαράζω]], [[κόβω]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[επιφέρω]] [[ζάλη]], βαράω στο [[κεφάλι]]<br /><b>5.</b> (για σεισμό) [[διασείω]], [[κουνώ]], [[συγκλονίζω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ξαφνικές ή ζωηρές συγκινήσεις) [[στερώ]] από κάποιον το [[λογικό]] του, [[φέρνω]] σε [[παραφροσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>πλήττομαι</i> και <i>πλήσσομαι</i><br />α) [[ηττώμαι]], νικιέμαι<br />β) προσβάλλομαι από [[δυστυχία]], [[δυστυχώ]]<br />γ) προσβάλλομαι από [[αρρώστια]], [[αρρωσταίνω]]<br />δ) καταλαμβάνομαι από δυνατό [[συναίσθημα]], ὁπως λ.χ. από πόθο, από έρωτα<br />ε) δωροδοκούμαι, δελεάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-/<i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) «[[χτυπώ]]», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και με ηχηρή -<i>γ</i>- (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> [[πήγνυμι]]). Ο ενεστ. [[πλήσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-<i>jo</i>) έχει σχηματιστεί από θ. με [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «[[μεμψιμοιρώ]], [[γογγύζω]]», δηλ. «[[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[λύπη]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>plačo se</i>) [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>plokis</i> «[[χτύπημα]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας με ηχηρό ουρανικό –<i>γ</i>- ανάγονται οι τ.: [[πληγή]] / <i>πλᾱγᾱ</i>, μέλλ. <i>πληγ</i>-<i>ήσομαι</i>, παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πληγ</i>-<i>μαι</i>, ενώ τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>plă</i>- / <i>ple</i><sub>2</sub>-<i>g</i> εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' <i>πλᾰγ</i>-<i>ήσομαι</i>, <i>ἐ</i>-<i>πλᾰγ</i>-<i>ην</i> και το [[ρήμα]] [[πλάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλᾰ</i>-<i>γ</i>-<i>γ</i>-<i>jο</i>). Η [[ρίζα]] του ρ. [[πλήσσω]] (<i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i> / <i>pe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- / <i>pl</i><i>ā</i>- «[[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πλάξ]], [[πλάγιος]] <b>κ.λπ.</b>), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «[[απλώνω]]» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «[[χτυπώ]] [[κάτι]] ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. <i>plagen</i> «[[βασανίζω]]», <i>fluchen</i> «[[καταριέμαι]]», γαλλ. <i>se plaindre</i> «[[οικτίρω]], [[θρηνώ]]», αγγλ. <i>plague</i> «[[βασανίζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλάζω]]). Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[πλήττω]] χρησιμοποιήθηκε, [[επίσης]], με σημ. «[[αισθάνομαι]] [[ανία]], [[βαριέμαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πληκτικός]], [[πλήξη]]) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] με αυτήν του συνώνυμου ρ. [[βαρώ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαριέμαι]], [[βαρετός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πληγή]], [[πλήγμα]], [[πληκτικός]], [[πλήκτρο]](<i>ν</i>), [[πλήξη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πληγμός]], [[πληκτήρ]], [[πλήκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκπλήσσω]](-<i>ττω</i>), [[επιπλήττω]], [[καταπλήσσω]](-<i>ττω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκπλήσσω]], <i>αντικαταπλήσσω</i>, [[αντιπλήσσω]], <i>αποπλήττω</i>, [[διαπλήσσω]], <i>εμπλήττω</i>, <i>παραπλήττω</i>, [[προεκπλήσσω]], [[προεπιπλήσσω]], [[προκαταπλήσσω]], [[προπλήσσω]], [[προσεπιπλήττω]], [[προσκαταπλήσσω]], <i>προσπλήττω</i>, <i>συνεκπλήττω</i>, [[υπερεκπλήσσω]], <i>υποπλήττω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπιπλήττω]]].
|mltxt=και [[πλήσσω]] ΝΜΑ<br />[[καταφέρω]] [[πλήγμα]], [[χτυπώ]] κάποιον με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι από [[ανία]], [[αισθάνομαι]] [[πλήξη]], [[βαριέμαι]]<br /><b>3.</b> στενοχωριέμαι, [[μελαγχολώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πληγώνω]] ψυχικώς («τὸν έπληξε [[μεγάλη]] [[συμφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]], [[προσβάλλω]] με κεραυνό<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] («κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων» — [[σκόνη]] σήκωναν στον αέρα τα πόδια τών αλόγων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[νόμισμα]]) [[χαράζω]], [[κόβω]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[επιφέρω]] [[ζάλη]], βαράω στο [[κεφάλι]]<br /><b>5.</b> (για σεισμό) [[διασείω]], [[κουνώ]], [[συγκλονίζω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ξαφνικές ή ζωηρές συγκινήσεις) [[στερώ]] από κάποιον το [[λογικό]] του, [[φέρνω]] σε [[παραφροσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>πλήττομαι</i> και <i>πλήσσομαι</i><br />α) [[ηττώμαι]], νικιέμαι<br />β) προσβάλλομαι από [[δυστυχία]], [[δυστυχώ]]<br />γ) προσβάλλομαι από [[αρρώστια]], [[αρρωσταίνω]]<br />δ) καταλαμβάνομαι από δυνατό [[συναίσθημα]], ὁπως λ.χ. από πόθο, από έρωτα<br />ε) δωροδοκούμαι, δελεάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-/<i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) «[[χτυπώ]]», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και με ηχηρή -<i>γ</i>- (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> [[πήγνυμι]]). Ο ενεστ. [[πλήσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-<i>jo</i>) έχει σχηματιστεί από θ. με [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «[[μεμψιμοιρώ]], [[γογγύζω]]», δηλ. «[[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[λύπη]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>plačo se</i>) [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>plokis</i> «[[χτύπημα]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας με ηχηρό ουρανικό –<i>γ</i>- ανάγονται οι τ.: [[πληγή]] / <i>πλᾱγᾱ</i>, μέλλ. <i>πληγ</i>-<i>ήσομαι</i>, παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πληγ</i>-<i>μαι</i>, ενώ τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>plă</i>- / <i>ple</i><sub>2</sub>-<i>g</i> εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' <i>πλᾰγ</i>-<i>ήσομαι</i>, <i>ἐ</i>-<i>πλᾰγ</i>-<i>ην</i> και το [[ρήμα]] [[πλάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλᾰ</i>-<i>γ</i>-<i>γ</i>-<i>jο</i>). Η [[ρίζα]] του ρ. [[πλήσσω]] (<i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i> / <i>pe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- / <i>pl</i><i>ā</i>- «[[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πλάξ]], [[πλάγιος]] <b>κ.λπ.</b>), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «[[απλώνω]]» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «[[χτυπώ]] [[κάτι]] ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. <i>plagen</i> «[[βασανίζω]]», <i>fluchen</i> «[[καταριέμαι]]», γαλλ. <i>se plaindre</i> «[[οικτίρω]], [[θρηνώ]]», αγγλ. <i>plague</i> «[[βασανίζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλάζω]]). Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[πλήττω]] χρησιμοποιήθηκε, [[επίσης]], με σημ. «[[αισθάνομαι]] [[ανία]], [[βαριέμαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πληκτικός]], [[πλήξη]]) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] με αυτήν του συνώνυμου ρ. [[βαρώ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαριέμαι]], [[βαρετός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πληγή]], [[πλήγμα]], [[πληκτικός]], [[πλήκτρο]](<i>ν</i>), [[πλήξη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πληγμός]], [[πληκτήρ]], [[πλήκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκπλήσσω]](-<i>ττω</i>), [[επιπλήττω]], [[καταπλήσσω]](-<i>ττω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκπλήσσω]], <i>αντικαταπλήσσω</i>, [[αντιπλήσσω]], <i>αποπλήττω</i>, [[διαπλήσσω]], <i>εμπλήττω</i>, <i>παραπλήττω</i>, [[προεκπλήσσω]], [[προεπιπλήσσω]], [[προκαταπλήσσω]], [[προπλήσσω]], [[προσεπιπλήττω]], [[προσκαταπλήσσω]], <i>προσπλήττω</i>, <i>συνεκπλήττω</i>, [[υπερεκπλήσσω]], <i>υποπλήττω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπιπλήττω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλήττω:''' атт. = [[πλήσσω]].
}}
}}