Anonymous

Σπάρτη: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σπάρτη:''' Δωρ. Σπάρτα, <i>ἡ</i>, η πόλη της Πελοποννήσου [[Σπάρτη]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου, επιρρήματα, [[Σπάρτηθεν]], από τη [[Σπάρτη]], σε Ομήρ. Οδ.· [[Σπάρτηνδε]], προς τη [[Σπάρτη]], στο ίδ.· [[Σπαρτιάτης]] <i>[ᾱ]</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που κατοικεί σε ή κατάγεται από τη [[Σπάρτη]], σε Ευρ., Θουκ.· Ιων. -ήτης, <i>-εω</i>, σε Ηρόδ.· θηλ. -ᾶτις, <i>-ιδος</i> (ενν. [[γυνή]]), η [[Σπαρτιάτισσα]] [[γυναίκα]], σε Ευρ. κ.λπ.· (ενν. [[χώρα]]), η Λακωνία, σε Πλούτ.· επίσης, ως επίθ., [[Σπαρτιᾶτις]] [[γυνή]], [[χθών]], <i>γῆ</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''Σπάρτη:''' Δωρ. Σπάρτα, <i>ἡ</i>, η πόλη της Πελοποννήσου [[Σπάρτη]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου, επιρρήματα, [[Σπάρτηθεν]], από τη [[Σπάρτη]], σε Ομήρ. Οδ.· [[Σπάρτηνδε]], προς τη [[Σπάρτη]], στο ίδ.· [[Σπαρτιάτης]] <i>[ᾱ]</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που κατοικεί σε ή κατάγεται από τη [[Σπάρτη]], σε Ευρ., Θουκ.· Ιων. -ήτης, <i>-εω</i>, σε Ηρόδ.· θηλ. -ᾶτις, <i>-ιδος</i> (ενν. [[γυνή]]), η [[Σπαρτιάτισσα]] [[γυναίκα]], σε Ευρ. κ.λπ.· (ενν. [[χώρα]]), η Λακωνία, σε Πλούτ.· επίσης, ως επίθ., [[Σπαρτιᾶτις]] [[γυνή]], [[χθών]], <i>γῆ</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Σπάρτη:''' дор. [[Σπάρτα|Σπάρτᾱ]], тж. [[Λακεδαίμων]], ονος ἡ Спарта или Лакедемон (главный город Лаконии) Hom. etc.
}}
}}