Anonymous

αἰσυμνάω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσυμνάω:''' Δωρ. αἰσιμνάω, [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], [[ηγεμονεύω]], με γεν., σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''αἰσυμνάω:''' Δωρ. αἰσιμνάω, [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], [[ηγεμονεύω]], με γεν., σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσυμνάω:''' повелевать, править (χθονός Eur.).
}}
}}