3,277,226
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππᾰγωγός:''' -όν, αυτός που κουβαλά, μεταφέρει άλογα, λέγεται για πλοία, που χρησιμ. σαν μέσα μεταφοράς του ιππικού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἱππᾰγωγός:''' -όν, αυτός που κουβαλά, μεταφέρει άλογα, λέγεται για πλοία, που χρησιμ. σαν μέσα μεταφοράς του ιππικού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππᾰγωγός:''' служащий для перевозки лошадей (πλοῖα и [[νέες]] Her.; [[ναῦς]] Thuc.; τριήρεις Dem.). | |||
}} | }} |