Anonymous

ἱππαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππᾰγωγός:''' -όν, αυτός που κουβαλά, μεταφέρει άλογα, λέγεται για πλοία, που χρησιμ. σαν μέσα μεταφοράς του ιππικού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἱππᾰγωγός:''' -όν, αυτός που κουβαλά, μεταφέρει άλογα, λέγεται για πλοία, που χρησιμ. σαν μέσα μεταφοράς του ιππικού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππᾰγωγός:''' служащий для перевозки лошадей (πλοῖα и [[νέες]] Her.; [[ναῦς]] Thuc.; τριήρεις Dem.).
}}
}}