Anonymous

ἀνεξερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξερεύνητος:''' NT v. l. = [[ἀνεξεραύνητος]].
}}
}}